- Μυρτίδων
- Μύρτιςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρτίδων — μυρτίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκάλυπτος — (eucalyptus). Γένος αειθαλών δενδρωδών φυτών μεγάλων διαστάσεων της οικογένειας των μυρτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενών της Αυστραλίας. Είναι φυτά με γρήγορη ανάπτυξη, δασικά, καλλωπιστικά, κατάλληλα για την κάλυψη και αποξήρανση τελματωδών… … Dictionary of Greek
μυρκία — η βοτ. γένος μυρτιδών που περιλαμβάνει 500 είδη θάμνων ή δενδρυλλίων τής Νότιας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrcia, άλλη μορφή τού λατ. myrtus < μύρτος] … Dictionary of Greek
πιμέντα — (pimenta). Φυτό της οικογένειας των Μυρτιδών. Αριθμεί πέντε είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Είναι δέντρο με φύλλα μεγάλα μυρωδάτα, άνθη μικρά, λευκά πολυάριθμα κατά βότρεις. Ο καρπός είναι δρύπη με 1 2 σπέρματα. Είναι φυτά χρήσιμα για τις… … Dictionary of Greek
αγγοφόρος — (angophora). Ονομασία δέντρων ή θάμνων της οικογένειας των μυρτιδών. Είναι φυτά χρήσιμα, γιατί είναι κατάλληλα είτε για δενδροστοιχίες στους δρόμους των πόλεων είτε για την προστασία από τον άνεμο ευαίσθητων καλλιεργειών στα χωράφια. Το ξύλο τους … Dictionary of Greek
καλλιστήμων — (Callistemum). Γένος φυτών της οικογένειας των μυρτιδών. Περιλαμβάνει θάμνους ή μικρά δέντρα αειθαλή με φύλλα λογχοειδή, πλούσια σε ελαιορητινώδη εκκριτικά κύτταρα. Ο καρπός τους είναι κάψα και διατηρείται στον βλαστό για πολλά χρόνια. Τα φυτά… … Dictionary of Greek
μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… … Dictionary of Greek
Πουνικίδες — Οικογένεια δένδρων και θάμνων (δικοτυλήδονων), συγγενής προς την οικογένεια των μυρτιδών (μυρτιά, ευκάλυπτος). Το πλέον αξιόλογο γένος είναι η π. η ροιά, κυρίως γνωστή ως ροδιά. Είναι δένδρα φυλλοβόλα, με φύλλα γυαλιστερά και εμφανείς νευρώσεις.… … Dictionary of Greek